- παχύσκιος
- koyu gölgeli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
παχύσκιος — α, ο αυτός που έχει πυκνή σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος] … Dictionary of Greek
παχύσκιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει πυκνή σκιά, σκιερός: Παχύσκιο δάσος, δέντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek